- μεμελιτωμένην
- μελιτόομαιperf part mp fem acc sg (attic epic ionic)μελιτόωto be sweetened with honeyperf part mp fem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλώδιο — το (AM καλῴδιον) σχοινί μέτριου πάχους, μικρός κάλως*, παλαμάρι («καλῳδίῳ ἐν ἀσκοῑς ἐφέλκοντες μήκωνα μεμελιτωμένην», Θουκ.) νεοελλ. 1. (ηλεκτρολ. τηλεπικ.) αγωγός ή σύνολο αγωγών, με ή χωρίς μόνωση, που εξυπηρετεί τη μεταφορά ηλεκτρικής… … Dictionary of Greek